οι «διακοπές» ενός ντετέκτιβ: ο Κλουζ στην Ελλάδα!
οι «διακοπές» ενός ντετέκτιβ:
ο Κλουζ στην Ελλάδα!
εργαστήριο ομαδικής συγγραφής
1. Το εργαστήριο ομαδικής συγγραφής με θέμα τις διακοπές του ντετέκτιβ Κλουζ, θα διαρκέσει από την 1η Ιουλίου μέχρι την 31 Αυγούστου.
2. Για τη συμμετοχή στο εργαστήριο χρειάζεται η εγγραφή σου στο bookbook.gr η οποία είναι δωρεάν.
3. Τα στοιχεία τα οποία υποβάλλεις στο bookbook.gr δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για κανένα άλλο σκοπό εκτός από την επικοινωνία με το bookbook.gr και δεν διατίθενται σε τρίτους.
4. Οι 40 πρώτοι που θα συμμετέχουν στη συγγραφή της ιστορίας, θα κερδίσουν από ένα βιβλίο με τις περιπέτειες του ντετέκτιβ Κλουζ, προσφορά των εκδόσεων Μεταίχμιο. Αν περιλαμβάνεσαι στους 40 πρώτους, θα ενημερωθείς με e-mail για να παραλάβεις το δώρο σου από τον «πολυχώρο Μεταίχμιο», Ιπποκράτους 118, 11472 – Αθήνα, Τηλ.211 300 3500 ή ταχυδρομικά για συμμετοχές εκτός Αθήνας.
Το δώρο δεν ανταλλάσεται με χρήματα ή άλλα είδη.
5. Μπορείς να συμμετέχεις στην ιστορία όσες φορές θέλεις, όμως μόνο για την πρώτη φορά δικαιούσαι δώρο.
6. Αν τα κείμενα σου περιέχουν ανάρμοστες ή προσβλητικές εκφράσεις θα αποσύρονται και η συμμετοχή σου θα ακυρώνεται.
7. Μικρές διορθώσεις μπορεί να γίνουν στο κείμενό σου αν κρίνουμε οτι είναι απαραίτητες για την ενότητα, τη συνέχεια ή την καλύτερη κατανόηση της ιστορίας.
8. Αν το κείμενό σου δεν σχετίζεται με την ιστορία μπορεί να το αφαιρέσουμε.
9. Μπορείς να εικονογραφήσεις το κείμενο που θα γράψεις ή αν προτιμάς, να στείλεις μόνο μια ζωγραφιά (πάντα σχετική με την ιστορία) στη διεύθυνση: BOOKBOOK.GR ΤΘ:65027, Ψυχικό, ΤΚ:15401 ή με e-mail στη διεύθυνση info(at)bookbook.gr

Όλα ξεκίνησαν το μεσημέρι της τέταρτης μέρας όταν πήγαμε να φάμε στην «ψαροταβέρνα του Θανάση», μιας και η μαμά είχε πληροφορίες πως ο Θανάσης είχε τα φρεσκότερα ψάρια στον Πλατύ Γιαλό.
Καθίσαμε και μετά από λίγο ο σερβιτόρος ήρθε για την παραγγελία. Μου φάνηκε γνωστή η φάτσα του αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω που τον είχα ξαναδεί, και έτσι δεν έδωσα σημασία. Εγώ ήθελα να παραγγείλω σαρδέλες (γιατί ήταν το μόνο ψάρι που αναγνώριζα), αλλά ο σερβιτόρος είπε με ύφος:
«Θα σου φέρω κουτσομουρίτσες εσένα μικρέ... είναι ολοζώντανες!»
«Τι εκνευριστικός τύπος», σκέφτηκα, «θέλει να μου πασάρει ότι τον βολεύει», αλλά η μαμά είχε τυφλή εμπιστοσύνη στην «πηγή» της και συμφώνησε μαζί του παρά τα απεγνωσμένα νοήματα που έκανα. Θα έπαιρνε μάλιστα και εκείνη το ίδιο, αλλά άκου θράσος φίλε μου, «Δεν κάνει για σένα κυρία μου, αυτά, είναι για τα μωρά... έχω ένα μπακαλιαράκι πρώτο...» είπε.
Tελικά πήραμε ότι ήθελε αυτός! Μετά από λίγο, ήρθαν τα ψάρια μας, η σαλάτα και οι πατάτες. Καθώς αφηνε μπροστά μου το πιάτο, θα ορκιζόμουν ότι μου έκλεισε το μάτι και χαμογέλασε με νόημα, αλλά δεν ήμουν και σίγουρος...
Πρέπει να παραδεχτώ πως είχε δίκιο! Οι κουτσομούρες μου ήταν πεντανόστιμες. Όμως... Ξαφνικά... Τι ήταν αυτό; Μια πέτρα μέσα στο ψάρι; γυαλιστερή!
Φαίνεται πως τελικά αυτές,οι διακοπές δεν θα είναι τόσο βαρετές.Όλα θα ξεκαθαρίσουν αργότερα.Για την ώρα ας απολαύσω τις κουτσομουρες μου και έπειτα θα αρχίσω την εντατική έρευνα! Ευτυχώς στο τραπέζι κανείς δεν κατάλαβε τίποτα, έχουν αρχίσει μια συζήτηση για την καλύτερη παραλία της Σίφνου.
Η υπόλοιπη παρέα είχε απορροφηθεί στην συζήτηση και εγώ βρήκα την ευκαιρία να ξεφύγω με την δικαιολογία οτι ήθελα να πάω στην τουαλέτα. Άλλωστε, έπρεπε να ξεκινήσω από κάπου και αυτό ήταν η κουζίνα. Είμαι σίγουρος ότι κάπου κοντά στις τουαλέτες θα βρω και την πόρτα της κουζίνας. Στον σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στην τουαλέτα έψαξα να βρω σημάδια για την είσοδο στην κουζίνα. Στίβοντας είδα μία πόρτα με τζαμάκι ψηλά. Δεν έφτανα να κοιτάξω μέσα κι έτσι με σιγανά βήματα προχώρησα και έσπρωξα την πόρτα. Από το άνοιγμα κοίταξα μέσα. Ένα βουητό ακουγόταν. Κατσαρόλες έβραζαν ππάνω στηνφωτιά, μαγείρισσες έκοβαν λαχανικά και έψηναν ψάρια στην σχάρα, και οι σερβιτόροι γέμιζαν δίσκους. Τίποτα μυστηριώδες όμως! Τίποτα που να μην ταιριάζει σε μια κουζίνα!
Έκανα να φύγω απογοητευμένος αλλά την ώρα που έκλεινα την πόρτα της κουζίνας, άκουσα κάτι ψύθηρους... Από πού έρχονταν; Δεν είχα προσέξει νωρύτερα μία άλλη πόρτα ανάμεσα σε αυτήν της τουαλέτας και της κουζίνας.
-"Έκρυψες......πολύτιμες......κουβάς...", ήταν τα μόνα λόγια που κατάφερα να ακούσω πριν με πιάσει η μαμά μου από τον γιακά.
Τελικά, μετά από πολλά παρακάλια στη μαμά μου και την συγκατάβαση πως θα πα΄με αύριο πρωί πρωί για περπάτημα μες στην πόλη, με άφησε να ψάξω τις πληροφορίες που με ενδιέφεραν.
Τελικό πόρισμα: η πέτρα αυτη είναι ένας ημιπολύτιμος λίθος, που βρίσκεται στα νησιά του Αιγαίου... χμ... αυτον δεν βοηθάει και πολύ αλλά μπορώ να το λάβω ως συμπληρωματικό στοιχείο στην έρευνα ,δεν μπορώ;
να παρακολουθησω τον ύποπτο .
Εντάξει η μαμά ροχάλιζε και σιγομουρμούριζε στον ύπνο της όπως συνήθως. Εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ φυσικά και έτσι πήρα κάτω από το σεντόνι το βαλιτσάκι με τα εργαλεία μου, άναψα το φακό και βάλθηκα να εξετάζω την πέτρα.
Ηταν μια κοινή πέτρα.
ούτε διαμάντι, ούτε λάβα, ούτε τίποτα. Μια κοινή πέτρα με...
...με χαραγμένο απάνω της ένα γράμμα!!!
Φώτισα καλύτερα. Ήταν σίγουρα χαραγμένο ένα γράμμα! Μα ποιός μπορεί να το έκανε αυτό και γιατί;
Επίσης, βρέθηκε τυχαία στην κοιλιά της κουτσομούρας μου, ή κάποιος την έβαλε εκεί για να μου στείλει ένα μήνυμα;
Και ο σερβιτόρος; ήταν στ΄ αλήθεια ύποπτος ή μήπως απλώς ένας φιλικός Έλληνας;
Με αυτά τα ερωτήματα αποκοιμήθηκα πάνω στο βαλιτσάκι μου κρατώντας τον μεγενθυντικό φακό στο χέρι...
Σήμερα όμως δεν είχε κουτσομούρα και η σερβιτόρος μου πρότεινε μια τσιπούρα πελαγίσια... Συμφώνησα, αν και με αγριοκοίταξε η μαμά μόλις είδε την τιμή στον κατάλογο.
Το γευμα κύλισε ήσυχα μέχρι εδώ και εγώ άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως όλα τα προηγούμενα που έγιναν ήταν απλά της φαντασίας μου, από την απελπισμένη μου επιθυμία κάτι να σπάσει τη μονοτονία των διακοπών...
Οι σκέψεις μου δικόπηκαν από τη θέα της αχνιστής τσιπούρας που προσγειώθηκε μπροστά μου. «Θα μου δώσεις και μένα λίγο...» είπε η μαμά που είχε παραγγείλει κάτι ταπεινά καλαμαράκια.
Και τότε συνέβη: Καθώς άνοιγα το ψάρι για να δώσω ένα κομμάτι στη μαμά, είδα μια μικρή γυαλιστερή πέτρα στην κοιλιά του.
Από το βάθος του εστιατορίου, η κοπέλα με κοιτούσε με νόημα και μου έκλεισε το μάτι. Αυτή τη φορά ήμουνα σίγουρος ότι κάτι έτρεχε. Και ήμουνα αποφασισμένος να το ανακαλύψω!
"Τίποτα, τίποτα", της είπα βιαστικά. "Απλά νόμιζα πως είχα ξεχάσει το βιβλίο μου στην παραλία αλλά όλα καλά". Έπρεπε οπωσδήποτε να αφοσιωθώ σε αυτήν την έρευνα χωρίς να γίνω αντιληπτός από κανέναν και κυρίως από τη μαμά μου...
Το δαιμόνιο ένστικτό μου μου έλεγε πως ο κύριος με τον ανεβασμένο γιακά ήταν ένας παλιάνθρωπος. Στην αρχή το πίστευα αυτό για το σερβιτόρο αλλά τώρα που μου έκλεισε το μάτι και η κοπέλα, στο μυαλό μου έκανε πια κατάληψη η σκέψη πως ο σερβιτόρος και η κοπέλα χρειάζονται τη βοήθειά μου. Μήπως γνωρίζουν κάποιο μυστικό και θέλουν να γίνω και εγώ γνώστης αυτού; Μήπως με προετοιμάζουν για κάτι; Ίσως να θεωρούν τους εαυτούς τους ερασιτέχνες και έτσι αποφάσισαν να στραφούν σε έναν επαγγελματία! Την αφεντιά μου! Δεν μπορούσα να τους αρνηθώ...Εξάλλο υ, τώρα πια η ιστορία που προσπαθούσα να ξετυλίξω με είχε μαγέψει τόσο που μου ήταν αδύνατο να υποχωρήσω! Και πήρα την απόφαση να δράσω άμεσα...
Ντίτερ Σλάνγκ.Τότε ο τουρίστας άρπαξε ένα καλάμι ψαρέματος.Έριξε
το αγκίστρι μετά από λίγη ώρα έβγαλε το αγκίστρι από τη θάλασσα.
Ένα ψάρι πιάστηκε στο αγκίστρι.Το έδωσε στον Ντίτερ Σλάνγκ ο οποίος το έριξε σε έναν κουβά με πολλά άλλα ψάρια και άρχισε να χαράζει σε διάφορες πέτρες κάτι.Μετά από κάμποση ώρα άρχισε να γεμίζει τα ψάρια ρίχνοντας μία πέτρα στο στόμα του κάθε ψαριού.Ό-
στε ήταν ο Ντίτερ Σλάνγκ!Τους είδα να μπένουν στην ταβέρνα.Είπα
στην μαμά μου ότι θέλω να πάω στην τουαλέτα.Εκίνη μου είπε:θα έρθω
μαζί σου για να μη κρυφακούς.Τι ατυχία!

Φόρεσα στην πλάτη το σακίδιο μου πέρνωντας τα απαραίτητα εργαλεία για έρευνα, καθώς κι ένα τελευταίο κρουασάν βουτύρου στο στόμα και τρεχάλα κατέβηκα τις εξωτερικές σκάλες του ξενοδοχείου που με έβγαζαν κατευθείαν στο δρόμο !
Βγήκα στο μπαλκόνι, κοίταξα τη θάλασσα κι έβαλα στο στόμα μου μια Κάρπεντερ. Είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Κι όταν είμαι σε αδιέξοδο, πάντα σκέφτομαι καλύτερα με μια Κάρπεντερ στο στόμα μου.
Καθώς σκεφτώμουνα όλα αυτά κα ξεδίπλωνα την τελευταία Κέρπεντερ που είχα, κλώτσησα μια ακόμα πέτρα στην παραλία (είχε πολλές) και πρόσεξα άλλο ένα δεμένο χαρτάκι πάνω της...

Ένας σωρός ερωτήματα που σίγουρα πρέπει να απαντηθούν.
Εμπρός συνεχίστε!
Το μόνο που έμενε πια ήταν να μάθω τι προσπαθούσαν τόσο καιρό να μου πουν. Και θα το μάθω τώρα!
Άνοιξα με δύναμη την πόρτα και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τη μαμά μου!Φαίνεται πως ήταν αγουροξυπνημένη γιατί δεν με ρώτησε τι έκανα έξω απ'το δωμάτιο ξημερώματα ούτε τι κάνω με αυτό το καλάμι στα χέρια μου απλά μου είπε ότι θα πάει να αγοράσει γάλα γιατί μας τελείωσε.Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω μου αμέσως κάθισα στο μικρό γραφειάκι του δωματίου και άρχισα να εξετάζω το καινούριο στοιχείο.Αυτό το καλάμι δεν είχε τίποτα το παράξενο εκτός από μια ρωγμή.Πήρα το προσκοπικό μου σουγιαδάκι και άρχισα να ανοίγω τη ρωγμή.Το ξύλο υποχώρησε σχεδόν αμέσως και το καλάμι άνοιξε στη μέση εμφανίζοντας ένα χαρτί.Τό ξεδίπλωσα και είδα οτι ήταν ένας χάρτης του νησιού που είχε σημειωμένα έξι μέρη.Τα έξι μέρη ήταν σημειωμένα με τα έξι γράματα που ήταν χαραγμένα στις πέτρες!Είχα πολλά ερωτήματα να απαντήσω.Ποιός ήταν αυτός ο γέρος;Και τι σήμαιναν αυτά ΄τα έξι μέρη;Για την ώρα 'ενα είναι σίγουρο θα πέσω να κοιμηθώ.Αμέσως!
-κυρία,πολύ τον συμπάθησα τον Κλουζ σας και θέλω να του κάνω ένα δώρο.Να τον πάρω μαζί μου σε λίγο που θα πάω για ψάρεμα!
-Δεν ξέρω αν ...αλλά γιατί όχι.Σύμφωνοι λοιπόν!
-Τέλεια!
-Κλουζ, να είσαι πίσω στις 6.
-Όκει μαμά!
-Καλή διασκέδαση!
- Ουφ!θεέ μου ευτυχώς.Έφυγε.Τ ώρα ώρα για...Μα,μια στιγμή.Πώς ήξερε ο σερβιτόρος το όνομα μου;Πώς κατάλαβε αμέσως ότι ήθελα να μείνω για παρακολούθηση;Ύ ποπτα όλα αυτά.Πολύ ύποπτα.Πρέπει να κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά.Η υπόθεση όλο και μπλέκεται.Πρέπε ι πρώτα απ΄ όλα να βρω μια γωνιά που να μπορώ να παρακολουθώ όλο το χώρο με τα τραπέζια των πελατών,αλλά και να ρίχνω και καμιά ματιά στο σερβιτόρο
Βρήκα αυτό ακριβώς αυτό που ήθελα δίπλα σε έναν αυτόματο πωλητή αναψυκτικών.Είχ α και ψιλά μαζί μου,οπότε πήρα μια λεμονάδα.Δεν ήταν όπως της Όλγας,αλλά τι να κάνουμε.Από ένα παράθυρο μπορούσα να βλέπω τα πάντα μέσ΄το μαγαζί.Πέρασαν δυο ώρες απέραντης βαρεμάρας.Πάλι καλά που είχα φροντίσει να προμηθευτώ με κάρπεντερ πριν φύγω.Βρήκα και ένα αναποδογυρισμέν ο καφάσι το οποίο ήταν ότι πρέπει για να καθίσω.Δεν εντόπισα καμιά άλλη ύποπτη κίνηση του σερβιτόρου αλλά ούτε και των πελατών .
Πάνω που έλεγα ότι θα τελείωνε άδοξα η παρακολούθησή μου, είδα να μπαίνει στην ταβέρνα ένας περίεργος πελάτης.Είχε ένα μουστάκι που φαινόταν από χιλιόμετρα μακριά πως ήταν ψεύτικο. Φορούσε ένα λουλουδάτο γαλάζιο πουκάμισο , αλλά δε φαινόταν για τουρίστας.Κοιτο ύσε συνέχεια γύρω του σαν να φοβόταν κάτι , ή κάποιον.Ο σερβιτόρος μόλις τον είδε, πήρε αδιάφορα την παραγγελία του αλλά όταν του γύρισε την πλάτη , μου έκανε απεγνωσμένα νοήματα με το κεφάλι, κι έπειτα χάθηκε στην κουζίνα .
Εγώ το έπιασα το νόημα . Περίμενα ώσπου να τελειώσει το φαγητό του . Κοίταξαν το ρολόι μου .Πέντε παρά είκοσι. Είχα ακόμα χρόνο . Ακριβώς όμως τη στιγμή που έσκυβα πάνω στο ρολόι μου , ο ύποπτος βγήκε από το μαγαζί και επιτόπου άρχισε να τρέχει . Στην ευχή!! ! Με είχε πιάσει στον ύπνο .Άρχισα να τρέχω από πίσω του προσπαθώντας να μην τον χάσω από τα μάτια μου . Τρέχαμε για περίπου δέκα λεπτά . Κάποια στιγμή φτάσαμε έξω από ένα διώροφο παλιό σπίτι . Στην πόρτα καθόταν ένας κύριος που φαινόταν να περίμενε κάποιον. Μόλις είδε τον τύπο με το ψεύτικο μουστάκι του φώναξε
έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Έβαλα δύο ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ στο στόμα μου και έτρεξα για τη ταβέρνα του Θανάση. Είδα ένα κάδο ανακύκλωσης και πήγα από πίσω για να παρακολουθώ απο κρυφά ότι γίνεται. Μετά από 3 ώρες στις 3ης και 40. Άκουσα κάτι πατιμασιές κοίταξα κρυφά βέβαια και θα σας περιγράψω ποιος είδα. Τον Φίδη απο την υπόθεση της αγαπημένες μου τσιχλόφουσκες ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ καιτον Κίνγκ. Ο Κίνγκ είχε πάρει ένα καινούριο καπέλο εγώ τώρα όμως είχα τώρα δύο καπέλα . ο Κίνγκ έβγαλε ένα κλειδι και μπήκε μέσα στην ταβέρνα. Τότε
«Τέλεια» είπα εγώ, «τότε θα έρθετε μαζί μας. Είπαμε με τη μαμά να ξεκινήσουμε αυριο το πρωί την εκδρομή μας. Θα πάμε στην Απολονία (γιατί όλοι οι δρόμοι από 'κει περνάνε) και μετά στο Κάστρο που είναι η πρώτη τοποθεσία στο χάρτη».
«Μμμμ... ωραία ιδέα Κλουζ» είπε η Δάφνη, «πρέπει όμως να το συζητήσω και με τον Φώτη. Και στη μαμά σου τι θα πούμε;»
Πραγματί, σε 5' είδαμε μια μικρή ερημη παραλια με καταγαλανα νερά. Κατηφορίσαμε προς τα εκεί, και με το που έφτασα πέταξα τα ρουχα μου και βούτηξα στη θάλασσα. Με δυο μακροβούτια ήμουν ήδη πολύ βαθιά. Με το έβγαλα το κεφάλι μου απο το νερό είδα ένα μεγάλο πτευρύγιο να με κυνηγάει! Αρχισα να κολυμπάω προς τη στεριά όσο πιο γρήγορα μπορούσα και τότε το πλάσμα πήδηξε εξω απο το νερό και σκέφτηκα ... "αχ! θεούλη μου, μη με φάει τώρα. Χρειάζομαι κι αλλο χρόνο να λυσω το μυστήριο και να γινω καλυτερος ντετέκτιβ και απο τον επιθερωητή Κλουζώ!" Μα...τότε ειδα οτι το πτερυγιο ήταν δελφινιού, και ανακουφισμένος χαλάρωσα για λιγο στο νερό. Το δελφινι έβαλε τη μύτη του πάνω μου. Ξαφνιάστηκα αλλα ήμουν πολύ χαρούμενος. Τι ειναι αυτό? Το δελφίνι ειχε στο στομα του ενα μικρό μπουκαλάκι, που είχε μεσα ενα σημείωμα. Το άνοιξα και ξετύλιξα το χαρτί. Εγραφε ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΓΡΗΓΟΡΑ!! Το δελφινάκι με χτυπησε απαλά στον ώμο και εγω πιάστηκα απο το πτερύγιο του και αρχισαμε να κολυμπαμε πολυ γρήγορα
Η μαμά τσίμπησε σαν πεινασμένη τσιπούρα και έτσι σε λίγη ώρα βρεθήκαμε, για άλλη μια φορά στην ταβέρνα του Θανάση.
Άλλος σερβιτόρος σήμερα: «Δεν έχουμε ψάρι» είπε, απαντώνατας στην ερώτηση της μαμάς. Άλλο πάλι και τούτο, ψαροταβέρνα χωρίς ψάρι... Χωρίς άλλη σκέψη σηκώθηκα γρήγορα και έτρεξα προς την κουζίνα πριν προλάβει να με σταματήσει κανείς. Υπήρχε μια αναστάτωση στο μαγαζί. έσπρωξα την πόρτα και μπήκα στην κουζίνα. Μπροστά μου είδα τον Θανάση με την τεράστια κοιλιά του και τη λαδωμένη ποδιά, τη Δάφνη και το ΄Φώτη, ανάμεσα σε δεκάδες κασόνια με ψάρια στοιβαγμένα σε όλη την κουζίνα: στο πάτωμα, στους πάγκους, στο νεροχύτη και πάνω στα μάτια της κουζίνας.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς το δαιμόνιο πνεύμα ενός ντετέκτιβ σαν εμένα για να καταλάβει οτι κάτι δεν πήγαινε καλά...
Πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου έφτασε τρέχοντας και σερβιτόρος, μάλλον λίγο αργά για να με εμποδίσει να μπω στην κουζίνα.
– Δάφνη, θα μου εξηγήσει κανείς επιτέλους τι γίνεται εδώ και τι είναι όλα αυτά τα ψάρια;
Ο κύριος Θανάσης δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς: «καταστράφηκα.. . καταστράφηκα... δεν θα μπορέσω να πουλήσω ποτέ όλα αυτά τα ψάρια... και αφού ακυρώθηκε ο γάμος που θα βρω τα χρήματα για να πληρώσω τους ψαράδες...»
Γύρισα και κοίταξα τη Δάφνη. «Κάποιος παγίδευσε τον Θανάση» είπε, «εδώ και αρκετό καιρό συμβαίνουν περίεργα ατυχήματα στην ταβέρνα» συνέχισε, «γι' αυτό θέλαμε τη βοήθεια σου. Ο Θανάσης φώναξε εμένα για να τον βοηθήσω και εγώ μόλις έμαθα πως είσαι εδώ προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί σου για να μας βοηθήσεις»! Τώρα κάτι είχα αρχίσει να καταλαβαίνω: Με τον Φώτη αρχικά (με τις πετρες στα ψάρια) και με τα μηνύματα ύστερα, προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί μου η Δάφνη και ο Θανάσης για να τους βοηθήσω με το πρόβλημα τους. Την ίδια στιγμή όμως και κάποιος άλλος ήξερε πως ήμουνα στο νησί και προσπαθούσε να με μπερδέψει στέλνοντας μου ψευτικα στοιχεία και τελικά προσπάθησε να με απομακρύνει από τον Πλατύ Γιαλό και από την ταβέρνα στέλνοντας μου το χάρτη...
Τώρα ήταν η κατάληλη στιγμή, έβαλα μια κάρπερντερ στο στόμα μου και ρώτησα το Θανάση:«Κύριε Θανάση πότε ξεκίνησαν τα προβλήματα σου;» Πριν προλάβει να απαντήσει, η πόρτα της κουζίνας ξαναάνοιξε και είδα με την άκρη του ματιού μου τη μαμά να μπαίνει κι αυτή απορημένη. «που είσαι Κλουζ παιδί μου; Α! γειά σου Δάφνη και 'συ εδώ; Ματι κάνετε όλοι εσείς εδώ και τι είναι όλα αυτα τα ψάρια;
Έκανα μια μικρή έρευνα και κατάλαβα ότι εκείνος ο καινούριος σερβιτόρος είχε εξαφανιστεί...Α χά!Αυτός μας είχε κλειδώσει! Μα γιατί; Ποιος ήταν τελικά; Τι ήθελε από μας; Κινδυνεύαμε;
Τότε ακούστηκε πάλι η μαμά μου:-Σας ρωτάω για τελευταία φορά . Τι συμβαίνει εδώ;
– Είναι σίγουρο, είπα, ότι κάτι βρωμάει εδώ...
Στο άκουσμα της λέξης «βρωμάει», ο Θανάσης ξέσπασε σε λυγμούς: Αχ τόσα ψάρια τι θα τα κάνω τώρα... καταστράφηκα...
– Στόχος αυτής της επίθεσης, συνέχισα, είναι σίγουρα ο κύριος Θανάσης και η ταβέρνα του που ήταν γνωστή ως η καλύτερη ψαροταβέρνα του νησιού...
Στο άκουσμα της λέξης «ήταν» ο Θανάσης έβγαλε μια φωνή και σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμος.
Αμέσως τρέξαμε όλοι να βοηθήσουμε και τον βάλαμε σε μια καρέκλα με τα πόδια ψηλά. Η δάφνη του έκανε αέρα ενώ η μαμά που είχε στην τσάντα της το κατάλληλο πράγμα για κάθε περίσταση, έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι που μόλις το μύρισε ο κύριος Θανάσης, συνήλθε αμέσως. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, κλαψούριζε πάλι καθώς εγώ συνέχιζα...
– Όσα είπε η Δάφνη προηγουμένως είναι σωστά. Κάποιος παγίδευσε τον Θανάση με σκοπό να τον καταστρέψει. Το ερώτημα όμως είναι ποιος...
Σίγουρα είναι ο ίδιος που προσπάθησε να με παραπλανήσει και να με απομακρύνει από τον Πλατύ γιαλό, ώστε να δράσει ανενόχλητος και όσο εγώ έλειπα, παρουσιάστηκε στον Θανάση και του είπε για το γάμο και τον έβαλε να κάνει τόσες προμήθειες... (Απέφυγα να πω τη λέξη ψάρια καθώς φοβόμουνα για μια νέα κρίση του κυρίου Θανάση) και συνέχισα:
– Σίγουρα αυτός ευθύνεται και για το ότι βρισκόμαστε τώρα κλειδωμένοι εδώ και καθώς ο μόνος που λείπει είναι αυτός ο καινούργιος σερβιτόρος, μάλλον αυτός φταίει για όλα!
– Ναι, αλλά ποιός είναι αυτός; είπε η Δάφνη.
– Όσο έκανα τις βόλτες στο νησί ακολουθώντας τον χάρτη είδα ένα σωρό ταμπέλες που διαφήμιζαν την καινούργια ΨΑΡΟΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΤΟΥ ΨΑΡΑ στη Χερσόνησο, ένα χωριό στην άλλη άκρη του νησιού.
– Ααα έτσι... το κάθαρμα, ξεφώνησε ο Θανάσης, ο Μανώλης ήταν προμηθευτής μου για πολλά χρόνια και ξαφνικά, φέτος από την αρχή του καλοκαιριού, σταμάτησε να μου φέρνει ψάρια και εξαφανίστηκε. Τώρα εξηγούνται όλα! Γι αυτό ανέβηκαν οι τιμές ξαφνικά... Χα χα, δεν τον φοβάμαι τον Μανώλη, δεν ξέρει να ψήνει ψάρια αυτός...
Στη λέξη «ψάρια» πάγωσε.
– Και τι θα γίνω τώρα εγώ με όλα αυτά τα ψάρια; καταστράφηκα!
– Γιατί δεν οργανώνουμε μια ΒΡΑΔΙΑ ΨΑΡΙΟΥ και να καλέσουμε όλο το νησί να δουν πόσο νόστιμα ξέρεις να φτιάχνεις τα ψάρια σου; είπε ο Φώτης...
– Ναι και θα αποχαιρετήσουμε έτσι και τον φίλο μας τον Κλουζ που φεύγει αύριο, συμπλήρωσε η Δάφνη...
Ήταν αλήθεια, οι μέρες πέρασαν τόσο συναρπαστικά με όλους αυτούς τους γρίφους, που δεν κατάλαβα πότε έφτασε η μέρα της επιστροφής.
Η ιδέα άρεσε πολύ στον Θανάση και έτσι το βράδυ έστρωσε τραπέζια πάνω σε όλη την παραλία, κάλεσε όλα τα γύρω χωριά, τραγουδιστές και μουσικούς, και έγινε ένα φοβερό ελληνικό γλέντι μέχρι το πρωί!
Σίγουρα αυτές ήταν οι καλύτερες διακοπές που έχω περάσει μέχρι σήμερα!