– Αν μου το ξαναπείς θα φας ανάποδη! φώναξε θυμωμένη η μαμά που, όταν θυμώνει, γίνεται πράσινη σαν εξωγήινη. (Έχω δει πράσινους εξωγήινους στον κινηματογράφο κι έχουν και κεραίες: η μαμά κεραίες δεν έχει).
Έχει γίνει πράσινη σαν εξωγήινη, επειδή κάθε μέρα κλαψουρίζω: «Θέλω να πάρουμε σκυλάκι!» «Θέλω ένα ζώο για να κοιμάμαι μαζί του!» Η μαμά λέει: «Έχεις τον κροκόδειλο!»
Μα ο κροκόδειλος δεν είναι αληθινός, είναι χνουδωτός: δεν μπορείς να κοιμάσαι με αληθινό κροκόδειλο, θα σε φάει. Μπορείς όμως να κοιμάσαι με αληθινό σκυλί, δεν θα σε φάει. Επίσης, με το σκυλί μπορείς να κάνεις βόλτες και να παίξεις παιχνίδια. Το ζωντανό σκυλί διαφέρει από τον χνουδωτό κροκόδειλο: απορώ πώς η μαμά δεν το καταλαβαίνει.
Ο μπαμπάς, που δεν θυμώνει εύκολα και δεν με απειλεί με ανάποδες, μου χάρισε ένα χάμστερ. Επειδή ήθελα ζώο μού πήρε ποντίκι! Μα δεν θέλω οποιοδήποτε ζώο και κυρίως δεν θέλω ποντίκι! Μου το έφερε χαρούμενος και νόμιζε ότι θα με κάνει κι εμένα χαρούμενο, αλλά, μόλις είδα το ποντίκι στο κλουβί του, έβαλα τα κλάματα. Ο μπαμπάς καταστενοχωρήθηκε, ύστερα όμως καταχάρηκε και άρχισε να παίζει ο ίδιος με το ποντίκι. Τώρα έχουν γίνει φίλοι: το ταΐζει, το ποτίζει, το χαϊδεύει με το δάχτυλό του... Το ονόμασε «Μπάμπη» από τον θείο μου τον Μπάμπη μάλλον. Η μαμά λέει ότι ο μπαμπάς, από την αρχή, ήθελε τον Μπάμπη για τον εαυτό του. Την άκουσα μάλιστα να λέει στη θεία Λίνα, την αδερφή της, ότι στο σπίτι μας δεν υπάρχει ένα παιδί (εννοούσε εμένα) αλλά δύο παιδιά (εγώ και ο μπαμπάς).
Ακούστε όμως τι έγινε παρακάτω:
(κάντε κλικ στο «συνεχίστε την ιστορία» και προσθέστε το κείμενό σας)
το bookbook.gr προτείνει

Γονείς ενθαρρύνετε τα παιδιά να διαβάσουν!
Αν και δεν υπάρχουν οδηγίες για να εφαρμόσετε, αν και δεν υπάρχουν θαυματουργές τεχνικές, δείτε εδώ κάποιες προτάσεις που μπορεί να οδηγήσουν ένα παιδί να γίνει αναγνώστης.
το αγαπήσατε
Συνηθίζουμε να ταξινομούμε ό,τι μετριέται στην πεζή όψη της ζωής, της χωρίς φαντασία, της απομαγευμένης ζωής.
Η Μαρία Αγγελίδου στο βιβλίο της Τα Αμέτρητα ταλαντεύεται για λίγο, αλλά δεν χάνει την ισορροπία της και γρήγορα μετατρέπει το μέτρημα σε κάτι που δεν απαντάει στην ερώτηση «πόσα έχεις;» αλλά στην ερώτηση «τι θέλεις να μετρήσεις;».
Διαβάστε περισσότερα
ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ο ΜΠΑΜΠΑΣ, Η ΜΑΜΑ, ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΑΔΕΡΦΗ ΜΟΥ, Η ΣΟΝΙΑ, ΣΥΝΕΧΩΣ Η ΜΑΜΑ ΜΑΛΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΜΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΛΕΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ.
ΤΙ ΝΑ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ ΑΡΑΓΕ ΚΑΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΕΒΑΛΕ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ ΕΤΣΙ ΞΑΦΝΙΚΑ, ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΥΣΗΧΙΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ;
Με πήρε ξανά αμέσως ο ύπνος και είδα πάλι το ίδιο όνειρο που βλέπω εδώ και καιρό τελευταία: να παίζω στο δωμάτιό μου με ένα σκυλάκι. Το πρωί ξύπνησα νωρίς όπως πάντα κι ετοιμάστηκα για το σχολείο. Η μαμά δεν είχε πάρει ακόμα είδηση τις χθεσινές εξελίξεις ενώ ο μπαμπάς φαινόταν να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, αλλά περίμενε να φύγω για το σχολείο για να αντιμετωπίσει το θέμα.
Το σχολείο μου είναι δυο τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι κι έτσι πηγαίνω μόνος μου με τα πόδια. Μου αρέσει να περπατάω. Πολλές φορές συναντάω και συμμαθητές μου στο δρόμο και πάμε όλοι μαζί. Τελευταία μου αρέσει να πηγαίνω στο σχολείο με τα πόδια και για άλλον ένα λόγο. Έχει ανοίξει ένα pet shop και μου αρέσει να περνάω και να χαζεύω τα ζωάκια. Ειδικά τα σκυλάκια. Βέβαια εγώ προτιμώ να πάρω κάποιο αδέσποτο, αφενός γιατί δεν έχω χρήματα αλλά και αφετέρου γιατί έτσι θα σώσω ένα ζωάκι που κινδυνεύει στο δρόμο και δεν έχει δικό του σπίτι.
Σήμερα ωστόσο περνώντας από το κατάστημα, με περίμενε μια έκπληξη. Υπήρχε μια κούτα με κουταβάκια που έγραφε απέξω «χαρίζονται». Αυτό θα ήταν μια λύση σκέφτηκα, βλέποντας τις υπέροχες τριχωτές φατσούλες. Δεν είχα όμως πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, έπρεπε να βιαστώ για το μάθημα. Φεύγοντας μόνο ξεχώρισα ένα γκρίζο σκυλάκι που μου φάνηκε ότι μου χαμογελούσε…
Το σκεπτόμουν όλη μέρα στην τάξη. Το γκρι χρώμα και οι καφετιά βούλα στο μάτι του μου είχαν μείνει. Αλλά ήταν στη γωνία. ναι μου άρεσαν και μένα οι γωνίες και οι γαλαρίες στην τάξη. έβλεπες όλη την τάξη. μου άρεσε να τους βλέπω με τις πλάτες γυρισμένες, να αντιγράφουν τον πίνακα της δασκάλας μας. Και αυτό, όχι ο «καφετιά βούλα» είχε την εποπτεία της κούτας του. Πόσο ίδιοι ήμασταν. Αχ πολύ μου άρεσε ο «καφετιά βούλα» μου. Θα έβρισκα ένα όνομα αργότερα όταν έβρισκα και τον τρόπο να τον αποκτήσω, κρυφά από τη μαμά. Έπρεπε να κάνω ένα σχέδιο. Αρχικά πρέπει να κόψω τις σοκολάτες και να αποταμίευα το ποσό αυτό. Θα έλεγα στη μαμά να μου φτιάχνει τοστ για τα διαλείμματα, έτσι θα μου έμενε όλο το … πω πω, τι χάλια ιδέα, θα μου έκοβαν το χαρτζιλίκι αν τους έλεγα για τοστ και βλακείες. Άσε που θα με κορόιδευαν όλοι αν με έβλεπαν με το αλουμινόχαρτο στη τσάντα. Άπαπα. Οι σοκολάτες μόνο. Δεν φτάνουν όμως αυτά που θα μαζέψω, πρέπει να βρω και από αλλού. Η γιαγιά!! Ναι η γιαγιά!! Και μυστικά κρατάει και θα μου δώσει και λεφτά. Αλλά δεν θα της ζητήσω πολλά, αλλιώς θα το πει κατευθείαν στη μαμά. Θα της ζητάω λίγα για αρχή και σιγά σιγά θα … αλλά πόσο κάνει;
Ναι το πλάνο ξεκίνησε λάθος. Πρώτα πρέπει να δω πόσο κάνει.
Μετά το σχολείο, που μου φάνηκε ότι κράτησε πολύ περισσότερο από τις άλλες μέρες, έτρεξα να προλάβω το pet shop. Ήταν ανοιχτό! Μπήκα και ναι ο «καφετιά βούλα» ήταν εκεί.
Ήταν όμως ένας «ο» ή … ο κύριος ήρθε και με ρώτησε.
«Τι θέλεις μικρέ;»
«Θέλω το γκρι κουτάβι με τη καφέ βούλα στο μάτι»
«Χμμμμ!!»
«Πόσο κάνει;»
«Κοίτα, είναι ένα Jack Rassel, που είναι ένα ακριβό σκυλάκι, και να ξέρεις είναι και άτακτο και νευρικό, κάνει κάποια λεφτά»
«Ναι αλλά αυτό πόσο κάνει;»
«Αυτό κάνει 150€»
Κατάπια λίγο απότομα τα σάλια μου, που δεν ξέρω πως είχαν γεμίσει το στόμα μου ξαφνικά αλλά τον ρώτησα, «Είναι θηλυκό;»
«Αν ήταν θηλυκό θα έκανε πιο πολλά»
Ούφ! Να και ένα καλό νέο.
«Θα ξανά έρθω»
«Όποτε θες, αλλά δεν ξέρω αν θα είναι εδώ το κουτάβι σου.»
Αααα αυτό δεν μου αρέσει. Κοίταξα το κουτάβι στη γωνία του. Ούτε που κουνιόταν. Τι ζωηρό και αηδίες έλεγε αυτός; Αυτό μια χαρά ήσυχο ήταν. Και με κοίταζε. Τέλειος ήταν!!
Τώρα όμως έπρεπε να βάλω τα μεγάλα μέσα. Ο μπαμπάς έπρεπε να αναλάβει δράση «γαλιφιά» της μαμάς γιατί μέχρι να μαζέψω εγώ 150€ … ζήτω που καήκαμε, που λέει και η γιαγιά!!
Τελικά, αυτός ο Μπάμπης, μόνο ανακατωσούρα μου έφερε...
«Εκεί που ήμουν στο δρόμο, λίγο πριν φτάσω στην πολυκατοικία, περνώντας απ’ αυτό το κατάστημα που άνοιξε πρόσφατα…ξέρετε , αυτό με τα καημένα τα ζώα… είχαν αφήσει απέξω ένα κουτί και ξαφνικά βγήκε από μέσα ένα σκυλάκι και πετάχτηκε στο δρόμο, πώς φρέναρα και δεν το πάτησα…ένας Θεός το ξέρει. Τα έχασα. Σταμάτησα αμέσως, το πήγα στον κτηνίατρο και ευτυχώς βεβαιωθήκαμε ότι είναι καλά. Με ανάγκασαν ωστόσο από το κατάστημα να το αγοράσω. Δεν με νοιάζουν τα λεφτά, χαλάλι για την τρομάρα που πήρα… Είναι και συμπαθέστατο…μό νο που δεν μπορώ να το κρατήσω… Έτσι σκέφτηκα εσάς… Έχετε κι ένα αγοράκι, ένα κατοικίδιο θα του έκανε καλό».
Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν, το ένιωθα πως θα λιποθυμούσα από στιγμή σε στιγμή. Κρεμόμουν από τα χείλη των γονιών μου, της μαμάς μου δηλαδή…κακά τα ψέματα!
«Τι να σας πω, κυρία Ορμηνίου, μας βρίσκετε απροετοίμαστους … Ξέρετε ένα σκυλάκι θέλει και την προίκα του, φαγητό… Και τέτοια ώρα όλα είναι κλειστά».
«Α, αυτό να μη σας ανησυχεί καθόλου, τα φρόντισα όλα…Του αγόρασα όλα τα απαραίτητα».
Έκανε πίσω και φανέρωσε δυο τεράστιες σακούλες που όπως αποδείχτηκε αργότερα είχαν τα πάντα..! Η μαμά δεν είχε πλέον δικαιολογίες και δεν μπορούσε να αρνηθεί. Όταν μάλιστα πήρα το θάρρος να φανερωθώ και να πλησιάσω, δεν μπορούσε να πει όχι. Κοίταξα την κούτα. Το κουταβάκι που μου είχε κλέψει την καρδιά ήταν πια στο σαλόνι μου, ένας απρόσμενος νυχτερινός επισκέπτης που όμως θα έμενε εδώ. Δεν έχω λόγια για να περιγράψω τι ένιωθα. Ήμουν πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Ποιος θα το περίμενε ότι η κυρία Ορμηνίου θα μου έκανε το καλύτερο δώρο!
-το τυχερό λαχείο έχει τον αριθμό 21178...4!!!! Εκείνη τη στιγμή ο μπαμπάς πετάχτηκε στον αέρα τσιρίζοντας:
-Επιτελούς μια φορά μου χαμογέλασε η τύχη!!!
Τότε η μαμά ρώτησε τι γίνετε εδώ
-Καλή μου κερδίσαμε 1000 ευρώ
Η μαμά θα προτιμούσε εδώ την παρουσία κάποιου που να μην τρώει τα γραπτά των μαθητών της. Τώρα γκρινιάζει γιατί πρέπει να βάλει βαθμούς χωρίς να λάβει υπόψη τους βαθμούς από τα τέστ. Αλλά και ο μπαμπάς, μολονότι εκείνος τον έφερε εδώ, τελικά είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα προτιμούσε κάποιον που να μην μασουλάει επιταγές και τυχερά λαχεία γιατί γίνονται τα νεύρα του τσατάλια. Η κυρία Ορμηνίου δε, θα ήταν μια αποκάλυψη, γιατί θα έβρισκε επιτέλους τον καλό εαυτό που κρύβει μέσα της, που σίγουρα υπάρχει, αφού τον είδα κι εγώ στον ύπνο μου….
Ο Μπάμπης –ποιος ξέρει πού γυρνάει και τι κατεβάζει στο στομάχι του- ήταν μια πολυτέλεια χωρίς ανταπόδοση.
Και την ώρα που έκανα αυτές τις σκέψεις γι αυτόν, νάσου τον βλέπω να τρέχει σα μουρλός και να βγαίνει από το παράθυρο. Από πίσω του, πηδάω κι εγώ και τρέχω – τρέχω –τρέχω. Εννοείται ότι τον έχασα γιατί ο Μπάμπης είναι γρήγορος. Πολύ γρήγορος. Μια γάτα όμως ανέλαβε να τον ξετρυπώσει για μένα.
Το κυνήγι, αυτό που λένε του ποντικιού με την γάτα, είναι ανελέητο ! Μπροστά αυτός πίσω αυτή. Κρυμμένος αυτός στις γωνίες και τα πεζοδρόμια, νύχια έξω αυτή με νιαουροουρλιαχτ ά.! Φοβερό ! Τελικά, ο δρόμος τους έσυρε μπροστά στο Pet Shop της γειτονιάς.
Πλησιάζω ακόμα περισσότερο και τελικά νομίζω ότι έτσι είναι. Μια φιγούρα με σκούρα ρούχα κινείται μέσα στο μαγαζί. Κολλάω τη φάτσα μου πάνω στο τζάμι για να δω καλύτερα και .... ξαφνιάζομαι ! Κάποιος πίσω μου, μου κλείνει το στόμα και ψιθυρίζει μέσα στο αυτί μου. "Τι συμβαίνει μικρέ?"
Θεε μου ! Η καρδιά μου χτυπά τόσο δυνατά που νομίζω οτι θα σπάσει. Τα χοντρά του δάχτυλα, σχεδόν μου κλείνουν και τη μύτη και δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Η πόρτα του μαγαζιού ανοίγει και με σπρώχνει μέσα. Τελικά, βρίσκομαι και με τους δύο μαυροφορεμένους ψηλούς άνδρες, άγνωστο γιατί, κοντά στο αντικείμενο του πόθου μου. Το κουτάβι με τη βούλα στο μάτι.
"Τι ζητάς εδώ μικρέ?" μου λέει βλοσυρά ο ένας , μάλλον ο ψηλός με το μουστάκι.
"Τίποτε κύριε...." απαντώ με τρέμουλο στη φωνή.
"Τί είδες εκεί που στεκόσουν?" ρωτάει ο άλλος.
"Τίποτε... δηλαδή... έβλεπα κάτι ενδιάφέρον", ψελλίζω. Μου κόπηκε το αίμα οταν τον είδα να μου φέρνει κοντά στο λαιμό ένα γυαλιστερό μαχαίρι, μπορεί να ήταν και χαρτοκόπτης, δεν ξέρω....
"Λεγε τι είδες. Λέγε τι θες", λέει εκείνος αποφασιστικά για να βάλω σχεδόν αμέσως τα κλάμματα...
"Εγώ το μόνο που θέλω είναι το μικρό με τη βούλα στο μάτι..." του λέω μυξοκλαίγοντας. Ηθελα να δείξω άνδρας. Ηταν σαν σκηνικό ταινίας, δεν πήγαινε εγώ να κάθομαι να κλαίω ,αλλά τί να κάνω, τα χρειάστηκα...
Το νιαουροουρλιαχτ ό μιας γάτας με έβγαλε απο τη δύσκολη θέση. Ηταν εκείνη η γάτα που κυνηγούσε εδώ και ώρα τον Μπάμπη. Τον Μπάμπη μας που τώρα είχε μπει μέσα απο τη χαραμάδα της πόρτας του μαγαζιού κι έκοβε βόλτες ανάμεσά μας!
"Πολύ μεγάλη παρέα μαζευτήκαμε εδώ. Φύγαμε", είπε εκείνος ο ψηλός με το μουστάκι στον άλλο μαυροφορεμένο και με βιαστικές κινήσεις μάζεψε οτι βρήκε στα συρτάρια του μαγαζάτορα. Ο άλλος όμως, κραδαίνοντάς μου εκεινο το μαχαίρι , του λέει ατάραχος "Θα πάρουμε μαζί και το μικρό. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εδώ". Καθώς με βουτάει απο το μανίκι και με σπρώχνει, ο Μπάμπης περνάει μέσα απο τα πόδια του τρέχοντας και η γάτα τον ακολουθεί ουρλιάζοντας. Ο ψηλός κάνει να την πιάσει , αλλά εκείνη, προκειμένου να σώσει το θηραμά της και να εξασφαλίσει το δείπνο της, βγάζει τα νύχια της και του γρατζουνάει το πρόσωπο!
"Μπάμπη μου , καλέ μου Μπάμπη" φώναξα απο ενθουσιασμό, αλλά ο άλλος με το μουστάκι μου έκλεισε πάλι το στόμα.
"Φωνάζεις πολύ μικρέ. Είσαι ανυπάκουος", μου λέει απότομα. Αυτό το Είσαι Ανυπάκουος, μου θύμησε τη μαμά, που θα με ψάχνει τώρα. Τότε αποφασίζω να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Με το δάχτυλό μου, του δείχνω σχεδόν μουγκρίζοντας την κούτα με το κουτάβι. Το χέρι του χαλαρώνει και με αφήνει να μιλήσω.
"Εγώ μόνο το κουτάβι θέλω. Δώστε τό μου και θα φύγω" λέω αποφασιστικά.
"Το κουτάβι?" ρωτάει.
"Ναι αυτό με τη βούλα στο μάτι"
Εκείνος με το μουστάκι, κάνει στο φίλο του ένα νόημα, αλλά δεν κατάλαβα τί εννοούσε. Με γρήγορες κινήσεις, μου δίνουν στην αγκαλιά την κούτα, και με βγάζουν πρώτο απο το μαγαζί , έχοντας στο σβέρκο μου εκείνο το μαχαίρι. Με την χοντρή φωνή του μου ψιθυρίζει, οτι δεν ξέρω και δεν είδα τίποτε εδώ απόψε. "Αν φανείς ανυπάκουος, θα το μετανοιώσεις", μου λέει απειλητικά και με νόημα.
Κάνω δυο βήματα και αντιλαμβάνομαι οτι οι δυο μαυροφορεμένοι ψηλοί άνδρες δεν είναι πια εκεί. Σαν να εξαφανίσθηκαν. Δεν μπορώ και ούτε θέλω να απασχολήσω το μυαλό μου με τα πώς και τα γιατί. Τώρα ένα έχει σημασία. Εχω στην αγκαλιά μου τον "βούλα στο μάτι" . Κοντοστέκομαι στα σκαλιά του σπιτιού μου. Είμαι σίγουρος για την κατσάδα που θα φάω απ τη μαμά, γιατί βγήκα χωρίς να ρωτήσω κανέναν, αλλά κυρίως γιατί επέστρεψα με αυτό το μικρό κουτάβι. Τί θα τους πω τώρα? Πού το βρήκα? Να πω την αλήθεια? Πώ πω τι έχω να ακούσω ....
Γρήγορα γρήγορα ξαναμπαίνω στο δωμάτιο μου από το παράθυρο χωρίς κανείς να με πάρει μυρωδιά και χώνομαι κάτω από το πάπλωμα αγκαλιά με τον αγαπημένο μου Καφέ βούλα.
Είχα να σκεφτώ ένα σωρό λεπτομέριες: αδύνατον να πω τα πράγματα όπως έγιναν.
Θα με υποχρέωναν να επιστρέψω το σκυλάκι και μπορεί να με έστελναν και στην αστυνομία, σαν μάρτυρα ή και σαν κατηγορούμενο.
Μπορεί οι αστυνομικοί να πίστευαν κιόλας πως βοηθούσα τους κλέφτες και να με έκλειναν φυλακή... Αραγε θα μπορούσα να πάρω μαζί μου και τον «καλύτερο φίλο του ανθρώπου»; Κι αν τελικα μάθαιναν οι κλέφτες ότι μίλησα και ερχόταν να με βρούνε; Αποκλείεται έπρεπε να βρω μια καλή δικαιολογία...
Μ' αυτά και μ' αυτά πρέπει να αποκοιμήθηκα με το κουτάβι αγκαλιά.
Τα έκανα απάνω μου. Σηκώθηκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και πήγα προς το δωματιο του μπαμπά και της μαμάς και κρυφοκοίταξα από την μισάνοιχτη πόρτα.
Ο μπαμπάς εξακολουθούσε να φωνάζει μέσα στιν ύπνο του ενώ κουνούσε τα χέρια του στον αέρα απελπισμένα:
Φύγε από πάνω μου βρωμοπόντικο... αααα θα μου φάει το αφτί!
αααα!
Δίπλα του η μαμά, καθισμένη, είχε σκάσει στα γέλια:
Χαααα χαααα χρυσέ μου... δεν είναι ποντίκι, ένα κουτάβι είναι..
από που βρέθηκε... Χαααα χαααα...
Η όλη σκηνή ήταν πράγματικά πολύ αστεία.
Ο Καφέ βούλα, ήταν ανεβασμένος στο κεφάλι του μισοκοιμισμένου μπαμπά και τον έγλυφε ασταμάτητα στο πρόσωπο κουνώντας την ουρά του τόσο δυνατά, που νόμιζες πως θα ξεκολλήσει...
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ, έβαλα και εγώ τα γέλια καθώς έμπαινα στο δωμάτιο.