Τον Μάιο του 2015, κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου ομαδικής συγγραφής«Σχεδιαστήριο εντόμων» προτείναμε κάθε μέρα ένα βιβλίο που περείχε στιγμιότυπα με έντομα. Δείτε εδώ συγκεντρωμένα τα βιβλία και τα αποσπάσματα!
Πέτρος Χατζόπουλος, Η εξαφάνιση της Ντόροθυ Σνοτ, Πατάκης
Εκείνο το πρωί το Ράδιο Μύγα ανακοίνωσε ότι η Ντόροθυ Σνοτ, η αγαπημένη τους κάμπια, είχε εξαφανιστεί. Οι μύγες, που μπορούσαν να πετάνε παντού, ήξεραν καλά τι έλεγαν. Είχαν ρεπόρτερ σε όλα τα σημεία του δάσους και μάθαιναν τα νέα από πρώτο χέρι.
Άστριντ Λίντγκρεν, Η Πίπη Φακιδομύτη στις νότιες θάλασσες, Ψυχογιός
- Πρόσεχε, Τόμι! Ένα σκαθάρι! φώναξε η Πίπη.
Και οι τρεις τους έσκυψαν να το κοιτάξουν. Ήταν πολύ μικρό. Τα φτερά του ήταν πράσινα και λαμποκοπούσαν σαν μεταλλικά.
- Όμορφο δεν είναι; είπε η Ανίκα. Πώς το λένε άραγε;
- Δεν είναι μηλολάνθη, έκανε ο Τόμι.
- Για να δούμε. Δεν είναι ούτε χρυσόμυγα, ούτε λουκανός, είπε η Ανίκα. Μακάρι να 'ξερα πώς το λένε.
Ένα τρισευτυχισμένο χαμόγελο πλανήθηκε στο πρόσωπο της Πίπης.
- Ξέρω εγώ, είπε. Είναι ένα σκλουζούκλι.
- Είσαι βέβαιη; ρώτησε με αμφιβολία ο Τόμι.
- Εσύ τι λες; Νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω ένα σκλουζούκλι, όταν το βλέπω μπροστά μου; θίχτηκε η Πίπη. Έχεις δει εσύ ποτέ σου κάτι πιο σκλουζουκλικό; Προσεχτικά μετακίνησε το σκαθάρι σ' ένα πιο σίγουρο μέρος, όπου κανείς δε θα μπορούσε να το πατήσει. Μικρό χαριτωμένο σκλουζουκλάκι μου, του είπε τρυφερά. Ήξερα πως, στο τέλος, θα 'βρισκα ένα. Αλλά πρέπει να ομολογήσω πως είναι πολύ παράδοξο. Φάγαμε ώρες και ώρες ψάχνοντας σ' όλη την πόλη για ένα σκλουζούκλι και όλο τον καιρό, τούτο βρισκότανε εδώ, μπροστά στη Βιλεκούλα!
Αισώπου Μύθοι, Κόκκινο
ΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΚΑΙ Ο ΤΑΥΡΟΣ
Ένα κουνούπι έκατσε πάνω στο κέρατο ενός ταύρου, έμεινε εκεί για πολλή ώρα και, όταν ήταν να φύγει, ρώτησε τον ταύρο αν ήθελε επιτέλους να του αδειάσει τη γωνιά. Εκείνος αποκρίθηκε: «Ούτε όταν ήρθες το κατάλαβα, ούτε αν φύγεις θα το καταλάβω».
Χαρά Μαραντίδου, Εγώ + Εσύ = Μαζί - η τέχνη του να είσαι γιαγιά, Πάπυρος
ΤΖΙ ΤΖΙ ΤΖΙ
- Γιαγιά, θέλω να μου πιάσεις ένα τζιτζίκι, να το δω, να του μιλήσω λίγο και μετά να το αφήσουμε. Γιατί τραγουδάνε συνέχεια και δεν σταματάνε ποτέ;
- Γιατί είναι τεμπέλικα και δεν θέλουν να δουλεύουν σαν τα μυρμηγκάκια.
- Γι' αυτό θέλω να το πιάσεις, για να του πω για εκείνο το τζιτζίκι που τραγουδούσε και μετά, το χειμώνα δεν είχε να φάει. Τη θυμάσαι την ιστορία;
- Ναι τη θυμάμαι. Την έγραψε ο Αίσωπος, και κάθε φορά που ακούω τα τζιτζίκια τη θυμάμαι [...]
Σάκης Σερέφας,Μισό κιλό πλανήτης, Κέδρος
(όπου ένας εξωγήινος, ο Βουρ, επισκέπτεται τον πλανήτη μας)
ΤΟ ΨΙΧΟΥΛΟ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ
Μόλις έφτασα στη Γη, είδα να με κοιτάζει μια μύγα. Μαύρη, γυαλιστερή, καλοταϊσμένη. Μα καλά, εμένα περίμενε;
Ήταν καθισμένη πάνω σε ένα ψίχουλο, μεγάλο σαν τη διαστημόσκονη που με είχε πασπαλίσει καθώς ερχόμουν. Κάρφωσε το μυγίσιο βλέμμα της πάνω μου. Γιατί μόνο τα ζώα μπορούσανε να με δούνε. Είτε τα ζωντανά, είτε τα ψημένα, είτε τα δισύλλαβα. Με παρατήρησε για λίγο με τα γουρλωμένα της μάτια, και συνέχισε ορεξάτη το φαγητό της. Το οποίο ήταν το ψίχουλο. [...]
Gioconda Belli, Το εργαστήριο της πεταλούδας, Νεφέλη
«...ενώ μιλούσε σχεδίαζε σ' ένα χαρτί. Ήταν ένα μικρό, άσχημο μαύρο έντομο με πολύ γρήγορα φτερά.
"Θα φτιάξουμε αυτό το ενοχλητικό έντομο, που δεν θα αφήνει ποτέ κανέναν σε ησυχία. Θα το πούμε μύγα."
Κώστας Μαγος, Τζικιτζίκ και Κρικικρικ, Καλειδοσκόπιο
«Ζητείται σύντροφος στο τραγούδι. Πληροφορίες: τζίτζικας Τζικιτζίκ, μεγάλο πεύκο, στην άκρη του δάσους».
«Αγαπητέ Τζικιτζίκ,
Διάβασα την αγγελία σου και θα ήθελα να σε συντροφεύσω στο τραγούδι. Όμως πώς θα μπορεί να γίνει αυτό;
Εσύ τραγουδάς μόνο τη μέρα κι εγώ τραγουδώ τη νύχτα!
Ο γρύλος Κρικικρίκ».
Σουέλι Μενέσες, Λήδα, η μικρή πυγολαμπίδα, Πατάκης
Η μητέρα της χαμογέλασε.
«Λήδα, αγάπη μου, ο καθένας έχει την αποστολή του. Κι η δική μας δουλειά είναι σημαντική. Το φεγγάρι κάνει τη νύχτα φωτεινή, αλλά εμείς οι πυγολαμπίδες την κάνουμε μαγική».
Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών - Οι δυο Πύργοι, Κέδρος
Εκεί μέσα ζούσε χρόνια αμέτρητα ένα κακοποιό πλάσμα με μορφή αράχνης, σαν αυτές που ζούσαν κάποτε παλιά στη χώρα των Ξωτικών στη Δύση, που είναι τώρα κάτω από τη Θάλασσα, σαν κι αυτές που πολέμησε ο Μπέρεν στα Βουνά του Τρόμου στο Ντόριαθ. [...] Πώς έφτασε εδώ η Σέλομπ [η αράχνη], φεύγοντας για να γλιτώσει τον αφανισμό, δε μας το λέει καμιά ιστορία, γιατί ελάχιστες ιστορίες έχουν διασωθεί από τα Σκοτεινά Χρόνια. Πάντως, αυτή ήταν εδώ και υπήρχε πριν από τον Σάουρον και πριν από την πρώτη πέτρα του Μπαράντουρ. Και δεν υπηρετούσε κανέναν εκτός από τον εαυτό της, πίνοντας το αίμα Ξωτικών και Ανθρώπων, πρησμένη από το πάχος, συνεχώς αναθυμόταν τα φαγοπότια της, πλέκοντας τα σκιερά της δίχτυα. Γιατί όλα τα ζωντανά πλάσματα αποτελούσαν τροφή της και ό,τι ξερνούσε ήταν σκοτάδι.
Eric Carle, Η κατσούφα πασχαλίτσα, Καλειδοσκόπιο
Ήταν νύχτα και μερικές πυγολαμπίδες χόρευαν στο φως του φεγγαριού.
Στις πέντε η ώρα το πρωί, βγήκε ο ήλιος.
Μια χαρούμενη πασχαλίτσα έφτασε πετώντας από τ' αριστερά. Είδε ένα φύλλο όπου κάθονταν πολλές μελίγκρες μαζί, κι αποφάσισε να τις φάει για πρωινό.
Εκείνη την ώρα, όμως, ήρθε μια άλλη πασχαλίτσα, πετώντας από τα δεξιά.
Είδε κι αυτή τις μελίγκρες και θέλησε να τις φάει εκείνη για πρωινό.
Κάρλο Κολόντι, Οι περιπέτειες του Πινόκιο, Νεφέλη
Φτάνοντας [ο Πινόκιο] σπίτι βρήκε την πόρτα μισάνοιχτη. Την έσπρωξε, την άνοιξε και μπήκε. Μετά την αμπάρωσε πίσω του. Μετά, σωριάστηκε στο πάτωμα μ' έναν μεγάλο αναστεναγμό, ανακουφισμένος.
Μα η ανακούφισή του λίγο κράτησε. Άκουσε κάποιον στο δωμάτιο που 'λεγε:
- Κρι-κρι-κρι!
- Ποιος με φωνάζει; ρώτησε ο Πινόκιο με φόβο.
- Εγώ είμαι.
Ο Πινόκιο γύρισε και είδε έναν μεγάλο γρύλο που σκαρφάλωνε στον τοίχο.
- Πες μου, γρύλε, ποιος είσαι;
- Είμαι ο γρύλος που μιλάει, και ζω σε τούτο το δωμάτιο πάνω από εκατό χρόνια.
Γρηγόριος Ξενόπουλος, Το τριζόνι
«Eπιτέλους μια μέρα, παρουσιαζόταν μπροστά μου γελαστός κρατώντας μια κάλτσα. A, τι χαρά! Mέσα σ’ αυτή την κάλτσα είχε τα τριζόνια του. Δεν είχα παρά να διαλέξω... Tο μεγαλύτερο; Tο πιο όμορφο;... Όχι! Eκείνο που κελαηδούσε καλύτερα. Mα πώς, αφού ήταν μέρα και τα τριζόνια δεν κελαηδούν παρά τη νύχτα;
Eυκολότατο! Έπαιρνα το τριζόνι, το έκλεινα στις δυο μου χούφτες και το χουχούλιζα λίγο από πάνω. Tου έκανα έτσι μια τεχνητή νύχτα χλιαρή. Kι εκείνο γελασμένο σήκωνε αμέσως τα φτεράκια του κι άρχιζε να τα τρίβει. Γιατί, καθώς ξέρετε, ο γρύλος δεν τραγουδεί με το στόμα, αλλά με τα φτερά που τα μεταχειρίζεται σαν κρόταλα. Έτσι μπορούσα να κρίνω ποιο από τα τριζόνια της κάλτσας είχε τα πιο ηχηρά, τα πιο δυνατά κρόταλα· και τ’ αγόραζα χωρίς πολλά παζάρια.»
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Ο κύριος cricket ίπταται, από τη συλλογή διηγημάτων Νοέμβριος, Πατάκης
«Τα τριζόνια είναι παμφάγα και τραγουδάνε μόνο τα αρσενικά. Ο ήχος τους, τρι-τρι-τρι, παράγεται τρίβοντας τα έλυτρα που φέρουν στις άκρες των πτερύγων. Τα όργανα της ακοής βρίσκονται στις κνήμες των μπροστινών ποδιών τους. Η γιαγιά μου η Σμαρώ, που δεν άκουγε τρι-τρι αλλά κερ-κερ, τα έλεγε κερκερίδες. Η ακουστικής πλησιάζει τους Εγγλέζους, που τον γρύλο τον λένε cricket - σχεδόν ίδια αίσθηση ήχου με το "κερκερίδα".»
Μπονσελς, Μάγια η Μέλισσα, διασκ. Νίκος Καζαντζάκης, Ελευθερουδάκης, 1931
«...Τότε παρατήρησε γύρω στο στήθος της μια ασημένια κλωστίτσα, λεπτότατη. Τρόμαξε κι άπλωσε το χέρι της να την κόψει. Μα απόμεινε στα χέρια της, κόλλησε απάνω της, τυλίχτηκε. Μια δεύτερη κλωστίτσα είχε περιτυλίξει τους ώμους της. Κατέβαινε κι έπιανε τα φτερά της και τα έδενε σφιχτά και δεν μπορούσε πια να τα ανασηκώσει. Παντού, στα πόδια της, στην κοιλιά της, σε όλο της το σώμα και στον αέρα τριγύρω απλώνονταν οι λαμπερές αυτές λεπτότατες, γεμάτες κόλλα κλωστές.
Η κακομοίρα η Μάγια έσυρε μεγάλη φωνή τρόμου. Κατάλαβε: είχε πέσει σ' ένα πλόκο αράχνης.[...]
- Θα σε βάλω στον ίσκιο αγαπημένη μου, για να μη σε ξεράνει ο ήλιος. Κι έπειτα δεν θέλω να είσαι κρεμασμένη εκεί επάνω γιατί τρομάζεις τα μικρούλικα έντομα που μέλλουν να πέσουν στα δίχτυα μου. Και τώρα για να μάθεις με ποιον έχεις να κάνεις: Ονομάζομαι Ανυφαντού, απ' τις σταυροφόρες αράχνες. Δεν έχεις ανάγκη να μου πεις τ' όνομά σου. Τι σημασία έχει; Είσαι μια πολύ νόστιμη μπουκιά, κι αυτό αρκεί.»
Eric Carle, Ένας γρύλος πολύ σιωπηλός, Καλειδοσκόπιο
Μια ζεστή μέρα, από ένα μικρό αβγό γεννήθηκε ένας μικρούλης γρύλος.
Τρι-τρι, καλωσήρθες! είπε ένας μεγάλος γρύλος τρίβοντας τα φτερά του.
Ο μικρούλης γρύλος προσπάθησε ν' απαντήσει τρίβοντας κι αυτός τα φτερά του. Αλλά ήχος κανένας! Σιωπή.
Θοδωρής Παπαϊωάννου, Ανάποδα, Ίκαρος
Ζούσε κάποτε στο δάσος ένα μικρό σκαθάρι, ο Μέλιος. Είχε χρώμα μαύρο σαν κάρβουνο, έξι πόδια και δυο δαγκάνες μπροστά, στο κεφάλι του.
Η αγαπημένη του συνήθεια ήταν να φτιάχνει μπάλες από χώμα και να τις κυλά. Μια μέρα, εκεί που κυλούσε μια από τις μπάλες του, σκόνταψε σ' ένα τόσο δα πετραδάκι.
Κι αναποδογύρισε!
Mymi Doinet, Πεταλούδες και ζουζούνια, Καλειδοσκόπιο
Ποιος τρυπώνει μέσα στο τρίχωμα του σκύλου, λες και μπαίνει στο δάσος; Ο μικρούλης ο ψύλλος! Ποιος σου προκαλεί τόσο φόβο, βουίζοντας πίσω από το αφτί σου; Ο χοντρομπάμπουρας! Το καλοκαίρι, όταν κάθεσαι στο χορτάρι, ποιος σκαρφαλώνει στα πόδια σου; Τα μυρμηγκάκια! Ποιος σου χαϊδεύει το πρόσωπο, αγγίζοντας απαλά το μάγουλό σου; Η πεταλούδα!
Γύρω σου, ένας ολόκληρος κόσμος συλλέγει νέκταρ, στροβιλίζεται και μυρμηγκιάζει... Είναι ο κόσμος των εντόμων, που είναι τα πιο πολυάριθμα ζώα πάνω στη Γη. Έχε λοιπόν, ανοιχτά τα μάτια σου και τα αφτιά σου... Πολύ κοντά σου, δίπλα σου, υπάρχει σίγουρα ένα ζουζούνι έτοιμο να πετάξει...
το bookbook.gr προτείνει

Γονείς ενθαρρύνετε τα παιδιά να διαβάσουν!
Αν και δεν υπάρχουν οδηγίες για να εφαρμόσετε, αν και δεν υπάρχουν θαυματουργές τεχνικές, δείτε εδώ κάποιες προτάσεις που μπορεί να οδηγήσουν ένα παιδί να γίνει αναγνώστης.
το αγαπήσατε
Συνηθίζουμε να ταξινομούμε ό,τι μετριέται στην πεζή όψη της ζωής, της χωρίς φαντασία, της απομαγευμένης ζωής.
Η Μαρία Αγγελίδου στο βιβλίο της Τα Αμέτρητα ταλαντεύεται για λίγο, αλλά δεν χάνει την ισορροπία της και γρήγορα μετατρέπει το μέτρημα σε κάτι που δεν απαντάει στην ερώτηση «πόσα έχεις;» αλλά στην ερώτηση «τι θέλεις να μετρήσεις;».
Διαβάστε περισσότερα