ΜΙΣΟ ΚΙΛΟ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
|
![]() |
|
Έναν κύριο μέσα σ' ένα εστιατόριο να τρώει ψητές κότες, τη μια μετά την άλλη.
Του κάνει παρέα μια μύγα καθισμένη σ' ένα ψίχουλο. Μια μύγα που όλα τα βλέπει.
Ένα παιδί σε μια ακροθαλασσιά.
Όλοι γύρω του κάνουν πολλές ηλιοθεραπείες, μα εκείνο πετάει σιωπηλό κοχύλια στη θάλασσα. Τα βλέπει να βυθίζονται και λάμπει απ' τη χαρά του.
Ένα γέρο περιπτερά μέσα σ' ένα γέρικο περίπτερο.
Μόλις βλέπει το Βουρ, του χαμογελά και τον κερνά μια γέρικη καραμέλα.
Μια ταξιθέτρια σ' ένα σινεμά, στην τελευταία προβολή.
Έχει γείρει κουρασμένη σ' ένα κάθισμα, και κρατά στην αγκαλιά της ένα σβηστό φακό.
Ένα μικρό μαθητή στο τελευταίο θρανίο της τάξης, την ώρα της ζωγραφικής. Όλοι οι άλλοι ζωγραφίζουν αγωνιστικά αυτοκίνητα και πυροσβέστες, μα αυτός ζωγραφίζει τα πιο ζουμερά μπιφτέκια του κόσμου.
Έναν οδηγό αστικού λεωφορείου. Βαριέται πολύ γιατί κάνει την ίδια διαδρομή 20 χρόνια τώρα. Ώσπου πατάει φρένο μπρος σε ένα ολοκαίνουριο αναψυκτήριο και διαλέγει την πιο παγωμένη λεμονάδα του σύμπαντος.
Μια μητέρα που διηγείται ένα παραμύθι στο παιδί της. Ένα παραμύθι που μιλάει για το Βουρ. Μόλις τελειώνει το παραμύθι, το παιδί κοιτάζει το Βουρ και του σκάει το πιο χορταστικό χαμόγελο που υπάρχει στον πλανήτη Γη.
Επτά ιστορίες για τις αλλόκοτες ζωές των ανθρώπων, μέσα από το βλέμμα ενός εξωγήινου. Επτά ιστορίες που ζυγίζουν, όλες μαζί, μισό κιλό. Μισό κιλό πλανήτη.

Πολλές φορές σκαλώνει το βλέμμα
μας σε πολύ πολύ μικρά πράματα: σε μια ίνα από το ξύλο μιας παλιάς πόρτας, στην
τρίχα από μια μπούκλα στα μαλλιά της διπλανής μας, στο δόντι ενός πλαστικού
πηρουνιού.
Μόνο που το κομματάκι από το ξύλο
γίνεται καραβάκι για μυρμήγκια, η μπουκλωτή τρίχα αγωγός ρεύματος, το δόντι του
πηρουνιού γίνεται το πιο όμορφο φρύδι.
Δεν είναι κάτι σοβαρό, μην
πανικοβάλλεστε.
Συμβαίνει αραιά και πού.
Κυρίως συμβαίνει στα παιδιά. Ή σ'
αυτούς που είναι και λίγο παιδιά. Ή και λίγο εξωγήινοι.
Έτσι και στις ιστορίες του
Σερέφα.
Μια ψητή κότα που τρώγεται σε
χρόνο ρεκόρ από έναν μοναχικό άνθρωπο χρόνια τώρα, μια μύγα καθώς αφοσιώνεται
στο τσιμπούσι της με ένα τεράστιο ψίχουλο, τα πλιτς και τα πλατς που κάνει το
τελευταίο κοχύλι καθώς πέφτει στη θάλασσα και το μικρό παιδί που παίζει λύνεται
στα γέλια, μια μελωδία που κυκλοφορεί αδέσποτη στο δρόμο και μια καραμέλα από
το χέρι ενός γέρου περιπτερά που έχει μια ανάμνηση στο κεφάλι του, ο φακός μιας
κουρασμένης ταξιθέτριας στην τελευταία προβολή του σινεμά, ένα κομμάτι
σάντουιτς με μουρταδέλα και το ζουμερό μπιφτεκοσύννεφο στη ζωγραφιά ενός
λυπημένου παιδιού που κάθεται στο τελευταίο θρανίο, η πιο παγωμένη λεμονάδα
-φσσσσττ!- από το αναψυκτήριο Η ΑΝΤΑΡΚΤΙΚΗ στα χέρια ενός οδηγού λεωφορείου που
κάνει 20 χρόνια την ίδια διαδρομή.
Δεν
είναι και πολύ συνηθισμένα πράγματα όλα αυτά. Κι όμως είναι όλα όσα αντίκρυσε ο
Βουρ σε μια και μόνο βόλτα του στη γη. Γιατί ο Βουρ, όπως και τα παιδιά, όπως
κι όλοι αυτοί που είναι και λίγο παιδιά, βλέπουν τα πράματα όχι μόνο όπως στ'
αλήθεια είναι, αλλά και λίγο αλλιώτικα. Κάπως βουρβουρένια. Και κάπως πιο
όμορφα.