Οι κάτοικοι διηγούνται πως σε πολύ παλιούς καιρούς τρεις βασιλιάδες αυτής της χώρας πήγαν να λατρέψουν ένα νεογέννητο προφήτη και πήρανε μαζί τους τρία δώρα –χρυσό, λίβανο και σμύρνα- για να μπορέσουν να ανακαλύψουν έτσι αν αυτός ο προφήτης ήτανε θεός ή κανένας γήινος βασιλιάς ή θεραπευτής. Γιατί είπαν μέσα τους: «Αν πάρει το χρυσάφι, είναι ένας γήινος βασιλιάς∙ αν πάρει το λιβάνι, είναι θεός∙ αν πάρει τη σμύρνα, είναι ένας θεραπευτής». Όταν φτάσανε στο μέρος που γεννήθηκε ο προφήτης, ο πιο νέος από τους τρεις βασιλιάδες μπήκε μέσα ολομόναχος για να δει το βρέφος. Με μεγάλη του έκπληξη όμως παρατήρησε πως το παιδί του ’μοιαζε, γιατί του φάνηκε να ’χει την ίδια ηλικία και την ίδια εμφάνιση μ’ αυτόν. Και βγήκε έξω γεμάτος θαυμασμό. Έπειτα, μπήκε ο δεύτερος, που ήτανε μεσήλικας. Και σ’ αυτόν επίσης το βρέφος φάνηκε, όπως είχε φανεί και στον άλλο, να ’χει την ηλικία του και την εμφάνισή του. Και βγήκε έξω χωρίς να μπορεί να πει μια λέξη από την κατάπληξή του. Ύστερα μπήκε ο τρίτος, που ήτανε σε ώριμη ηλικία∙ και σ’ αυτόν όμως έγινε το ίδιο ακριβώς που είχε γίνει και στους άλλους δυο. Και βγήκε έξω μέσα σε βαθιά συλλογή. Όταν οι τρεις βασιλιάδες βρεθήκανε μαζί, καθένας τους είπε στους άλλους τι είχε δει. Θαύμαζαν και απορούσαν οι βασιλιάδες και αποφάσισαν να μπουν και οι τρεις μαζί μέσα. Έτσι μπήκανε μέσα, και οι τρεις μαζί, και σταθήκανε μπροστά στο βρέφος και το είδαν όπως ήταν πραγματικά και την ηλικία που ήταν∙ γιατί ήταν μονάχα δεκατριών ημερών. Τότε το προσκύνησαν και του πρόσφεραν το χρυσό, το λιβάνι και τη σμύρνα. Το βρέφος πήρε και τα τρία δώρα και ύστερα του έδωσε μια κλειστή κασετίνα. Οι τρεις βασιλιάδες τότε ξεκινήσανε για να γυρίσουν πίσω στη χώρα τους.
Μάρκο Πόλο, Τα ταξίδια, Αίολος/Στοχαστής
|
Για τα δώρα που ’δωκα στους ανθρώπους, μπήκα ο δόλιος σε τέτοια βάσανα∙ έκλεψα της φλόγας κρυφά το σπέρμα μες σε κούφιο ξύλο, που δάσκαλος για πάσα τέχνη εστάθη και μέγας τρόπος οι θνητοί να ωφεληθούνε.
Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, μτφ. Τάσος Ρούσος, Δωδώνη
|
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις κόρες. Μια μέρα ετοιμάστηκε να πάει ταξίδι και φώναξε την πρώτη κόρη του και την ερώτησε: «Κόρη μου, αύριο θα ξεκινήσω για ταξίδι και θέλω να σου φέρω ένα δώρο. Πες μου τι θέλεις;» Και κείνη λέει: «Θέλω, πατέρα, να μου φέρεις ένα φόρεμα, τον ουρανό με τ’ άστρα». Φωνάζει και τη δεύτερη.«Εσένα, κόρη μου, τι θέλεις να σου φέρω από το ταξίδι μου;» Κ’ εκείνη του είπε: «Ένα τάσι ασημένιο για το λουτρό». Φωνάζει και την Τρίτη, την πιο μικρή. «Εσένα, κόρη μου, τι θέλεις να σου φέρω από το ταξίδι;» Κ’ εκείνη του είπε: «Εγώ, πατέρα, δεν θέλω τίποτε». — Αμ’ δε γίνεται, κόρη μου, πρέπει να σου φέρω κ’ εσένα κάτι. — Εμ’ τότε, πατέρα, να μου φέρεις ένα τριαντάφυλλο, κι αν το ξεχάσεις, να μαρμαρώσει το καράβι που θα σε φέρει.
Γ. Α. Μέγας, Το φίδι από τη συλλογή Ελληνικά παραμύθια, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
|
Ύστερα από πολλή σκέψη, το αποφάσισα. Κάθε μήνα θα του έστελνα ένα τόσο δα βιβλιαράκι με δικά μου παραμύθια, φτιαγμένο όλο από τα χέρια μου, και στο τέλος θα έπαιρνε και μια «βιβλιοθήκη» στα ίδια μέτρα για να τα καμαρώνει ωραία τοποθετημένα στη σειρά. Βέβαια οι μάνες δίνουν τα δώρα τους στα παιδιά τους δεν τους τα στέλνουν. Μα εμείς δεν ζούσαμε όπως ζουν οι κανονικοί άνθρωποι. Εμείς ανήκαμε στις «εξαιρέσεις», στις δεκάδες χιλιάδες, εκείνα τα χρόνια, των ανθρώπων που ζούσαν χωρισμένοι από τους δικούς τους. Τοίχοι χοντροί, σίδερα και συρματοπλέγματα τους χώριζαν. Σ’ αυτούς ανήκαμε κι εμείς. Εγώ πίσω από τα σίδερα, στη φυλακή. Ο Νίκος έξω.
Έλλη Παππά, Μικρογραφίες, Καλειδοσκόπιο - Ε.Λ.Ι.Α.
|
Αλλά ο Άχβαχ δεν τους άκουγε. Έβγαζε και ξανάβαζε το μπαλόνι, κι ήταν όσο πιο ευτυχισμένος μπορούσε να ’ναι… «Κι εγώ, δεν του χάρισα τίποτα;» ρώτησε λυπημένα ο Κρίστοφερ Ρόμπιν. «Και βέβαια του χάρισες», είπα. «Του χάρισες –δεν θυμάσαι; Ένα μικρό –ένα μικρό-» «Του χάρισα ένα μικρό κουτί με χρώματα, για να ζωγραφίζει!» «Ακριβώς.» «Και γιατί δεν του το ’δωσα το πρωί;» «Γιατί ήσουν πολύ απασχολημένος. Ετοίμαζες ένα πάρτι γι’ αυτόν. Κι έτσι, ο Άχβαχ είχε μια τούρτα με γλάσο στην κορυφή και τρία κεράκια, και τ’ όνομά του γραμμένο με ροζ ζάχαρη και-» «Ναι, ναι, θυμάμαι-», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν
Α.Α. Μιλν, Η Γουίννυ-Ο-Πουφ, Νεφέλη
|
Ο Τόμι κι η Ανίκα θυμήθηκαν πως έπρεπε να που «χρόνια πολλά» στην Πίπη. Ο Τόμι κι η Ανίκα υποκλίθηκαν και μετά πρόσφεραν το πράσινο δέμα και είπαν: «Να ζήσεις χίλια χρόνια». Η Πίπη τους ευχαρίστησε κι αμέσως καταπιάστηκε να σκίσει το περιτύλιγμα και ν’ ανοίξει το δέμα. Κι εκεί μέσα βρήκε στρογγυλοκαθισμένο ένα κουτί που ’παιζε μουσική. Η Πίπη τρελάθηκε από τη χαρά της. Σφιχταγκάλιασε τον Τόμι και σφιχταγκάλιασε την Ανίκα και σφιχταγκάλιασε το μουσικό κουτί και σφιχταγκάλιασε το χαρτί που το ’χε μέσα διπλωμένο. Μετά τράβηξε το χερούλι του κουτιού κι αμέσως –πλινγκ, πλονγκ- ξεχύθηκε μια μελωδία, που υποτίθεται πως ήταν το «Δεν θα χωρίσουμε ποτέ».
Άστριντ Λίντγκρεν, Πίπη Φακιδομύτη, Ψυχογιός
|
Ο Ερλ άνοιξε το δώρο του Μους. «Δεν υπάρχει Τίποτα εδώ» είπε ο Ερλ. «Ναι» είπε ο Μους. «Δεν υπάρχει Τίποτα… εκτός από μένα κι εσένα». Έτσι, μετά, ο Μους κι ο Ερλ έμειναν απλώς αμίλητοι απολαμβάνοντας το Τίποτα και τα Πάντα.
Patrick McDonnell, Ένα τίποτα για δώρο, Libro
|
Αφού πλέξουμε και στολίσουμε με κορδέλες χριστουγεννιάτικα στεφάνια για όλα τα μπροστινά παράθυρα, το επόμενό μας σχέδιο είναι να φτιάξουμε τα δώρα της οικογένειας. Πολύχρωμα μαντίλια για τις κυρίες, για τους άντρες ένα σπιτικό σιρόπι από λεμόνι, καραμέλα και ασπιρίνη για τα «πρώτα συμπτώματα του κρυολογήματος μετά το κυνήγι». Αλλά σαν έρθει η ώρα για τα δώρα που θα ανταλλάξουμε μεταξύ μας, η φιλενάδα μου κι εγώ χωρίζουμε, για να δουλέψουμε κρυφά. Θα ’θελα να της αγοράσω ένα μαχαίρι με διαμαντένια λαβή, ένα ράδιο, ολόκληρο μισό κιλό σοκολατάκια με κεράσι (κάποτε δοκιμάσαμε τέτοια και από τότε ορκίζεται ότι: «Θα μπορούσα να ζήσω μ’ αυτό, Φιλαράκο, μα το Θεό, θα μπορούσα –και δε βάζω στο στόμα μου τ’ όνομά Του έτσι στ’ αψήφιστα»). Αντί γι’ αυτά, της φτιάχνω έναν αετό. Εκείνη θα ’θελε να μου δώσει ένα ποδήλατο (το ’χει πει και το ’χει ξαναπεί εκατομμύρια φορές: «Αχ και να μπορούσα, Φιλαράκο. Σίγουρα είναι άσχημο να ζεις και να σου λείπει κάτι που εσύ θέλεις∙ αλλά, πανάθεμά το, αυτό που με τσαντίζει είναι να μην μπορείς να δώσεις σε κάποιον αυτό που θα ’θελες να του δώσεις. Μόνο που σίγουρα θα μπορέσω. Όπου να ’ναι, Φιλαράκο, θα σου βρω ποδήλατο. Μη ρωτάς πώς. Μπορεί και να το κλέψω»). Αντί γι’ αυτό, είμαι μάλλον βέβαιος πως μου φτιάχνει έναν αετό –όπως και πέρυσι, όπως και πρόπερσι: πρόπερσι ανταλλάξαμε σφεντόνες. Κι όλα αυτά πολύ μ’ αρέσουνε. Γιατί είμαστε πρωταθλητές στο πέταγμα αετών και μελετάμε τους ανέμους σαν τους ναυτικούς –η φιλενάδα μου, πιο φτασμένη από ’μένα, μπορεί να αμολήσει αετό ακόμα κι όταν δεν υπάρχει αεράκι ούτε για να κρατήσει τα σύννεφα.
Τρούμαν Καπότε, Μια χριστουγεννιάτικη ανάμνηση από τη συλλογή Όλα τα διηγήματα, Καστανιώτης.
|